θεραπεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεραπεία οι θεραπείες
      γενική της θεραπείας των θεραπειών
    αιτιατική τη θεραπεία τις θεραπείες
     κλητική θεραπεία θεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεραπεία < αρχαία ελληνική θεραπεία (υπηρεσία, γιατρειά, ιατρική αγωγή)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.ɾaˈpi.a/

Ουσιαστικό

θεραπεία θηλυκό

  1. το σύνολο των ενεργειών και των μέσων που χρησιμοποιούνται για να αντιμετωπιστεί μια ασθένεια ή άλλη ανεπιθύμητη κατάσταση και να αποκτήσει ξανά ο οργανισμός την καλή του υγεία
  2. (γενικότερα) το σύνολο των ενεργειών και των μέσων που χρησιμοποιούνται για να αντιμετωπιστεί ένα πρόβλημα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.