πιθανολογώ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
πιθανολογώ
<
αρχαία ελληνική
πιθανολογέω, -ῶ
Ρήμα
πιθανολογώ
κάνω
πιθανές
υποθέσεις για ένα θέμα,
εικάζω
Συγγενικά
πιθανολόγημα
πιθανολογία
πιθανός
Μεταφράσεις
πιθανολογώ
αγγλικά
:
speculate
(en)
γαλλικά
:
spéculer
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.