ἐνδείκνυμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐνδείκνυμι < ἐν + δείκνυμι

Ρήμα

ἐνδείκνυμι και ἐνδεικνύω

  1. δείχνω, φανερώνω, υποδεικνύω, καταγγέλλω, καταμηνύω
  2. μέσο, ἐνδείκνυμαι : αποτείνω το λόγο, εξηγώ, απολογούμαι, αποδεικνύω
  3. δείχνω προθυμία, προθυμοποιούμαι
  4. κάνω επίδειξη
  5. πουλάω εκδούλευση


Συγγενικά

ἐνδεικτικός ἔνδειξις, -εως

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.