αντένδειξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντένδειξη οι αντενδείξεις
      γενική της αντένδειξης* των αντενδείξεων
    αιτιατική την αντένδειξη τις αντενδείξεις
     κλητική αντένδειξη αντενδείξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντενδείξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντένδειξη < από το μεσαιωνικό αντένδειξις < αντ- + ένδειξις

Ουσιαστικό

αντένδειξη θηλυκό

  1. Η αντίθετη ένδειξη, αυτή δηλαδή που οδηγεί σε αντίθετα συμπεράσματα.
  2. Η περίσταση κατά την οποία δεν ενδείκνυται η χρησιμοποίηση κάποιου φαρμάκου.
    Πριν από τη χρήση, διαβάστε προσεκτικά τις αντενδείξεις.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.