αντένδειξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντένδειξη | οι | αντενδείξεις |
| γενική | της | αντένδειξης* | των | αντενδείξεων |
| αιτιατική | την | αντένδειξη | τις | αντενδείξεις |
| κλητική | αντένδειξη | αντενδείξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αντενδείξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντένδειξη < από το μεσαιωνικό αντένδειξις < αντ- + ένδειξις
Ουσιαστικό
αντένδειξη θηλυκό
- Η αντίθετη ένδειξη, αυτή δηλαδή που οδηγεί σε αντίθετα συμπεράσματα.
- Η περίσταση κατά την οποία δεν ενδείκνυται η χρησιμοποίηση κάποιου φαρμάκου.
- Πριν από τη χρήση, διαβάστε προσεκτικά τις αντενδείξεις.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αντένδειξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.