έναρθρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έναρθρος | η | έναρθρη | το | έναρθρο |
| γενική | του | έναρθρου | της | έναρθρης | του | έναρθρου |
| αιτιατική | τον | έναρθρο | την | έναρθρη | το | έναρθρο |
| κλητική | έναρθρε | έναρθρη | έναρθρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έναρθροι | οι | έναρθρες | τα | έναρθρα |
| γενική | των | έναρθρων | των | έναρθρων | των | έναρθρων |
| αιτιατική | τους | έναρθρους | τις | έναρθρες | τα | έναρθρα |
| κλητική | έναρθροι | έναρθρες | έναρθρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία 1
- έναρθρος < ελληνιστική κοινή ἔναρθρος[1][2][3]
Επίθετο 1
έναρθρος
- (για λόγο, φωνή κτλ.) που παράγεται με την άρθρωση, καθαρή σύναψη και εκφώνηση φθόγγων· που τον αποτελούν συλλαβές και λέξεις με σημασία και νόημα
- ↪ Ο έναρθρος λόγος είναι η ομιλία του ανθρώπου, ενώ κατ' αντιδιαστολή ο ενδιάθετος λόγος διαμορφώνεται στην ψυχή και τη νόηση.
- ≈ συνώνυμα: φωνούμενος
- ≠ αντώνυμα: άναρθρος
- (για μηχανισμό, ζυγό κτλ.) που έχει αρθρώσεις ή αρθρώματα για συναρμογή των μελών του
Επίθετο 2
έναρθρος
Μεταφράσεις
έναρθρος
|
|
Πηγές
- έναρθρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- έναρθρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- έναρθρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αναφορές
- έναρθρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- έναρθρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- έναρθρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- έναρθρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.