άρθρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άρθρωμα | τα | αρθρώματα |
| γενική | του | αρθρώματος | των | αρθρωμάτων |
| αιτιατική | το | άρθρωμα | τα | αρθρώματα |
| κλητική | άρθρωμα | αρθρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άρθρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
άρθρωμα ουδέτερο
- (πληροφορική) αυτοτελές τμήμα λογισμικού που οι λειτουργίες του μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άλλο λογισμικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.