φωνούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωνούμενος η φωνούμενη το φωνούμενο
      γενική του φωνούμενου της φωνούμενης του φωνούμενου
    αιτιατική τον φωνούμενο τη φωνούμενη το φωνούμενο
     κλητική φωνούμενε φωνούμενη φωνούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωνούμενοι οι φωνούμενες τα φωνούμενα
      γενική των φωνούμενων των φωνούμενων των φωνούμενων
    αιτιατική τους φωνούμενους τις φωνούμενες τα φωνούμενα
     κλητική φωνούμενοι φωνούμενες φωνούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φωνούμενος < φωνῶ (μιλάω) κατά την αρχαία φράση τα φωνηθέντα (λόγια που έχουν προφερθεί)[1]

Επίθετο

φωνούμενος

Μεταφράσεις

Πηγές

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.