έμφραγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έμφραγμα τα εμφράγματα
      γενική του εμφράγματος των εμφραγμάτων
    αιτιατική το έμφραγμα τα εμφράγματα
     κλητική έμφραγμα εμφράγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έμφραγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμφραγμα < ἐμφράσσω < ἐν + φράσσω (έμ- + φράγμα, φράζω)
για την ιατρική, «εμβολή» < σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική infarctus[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈeɱ.fɾaɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έμφραγμα

Ουσιαστικό

έμφραγμα ουδέτερο

  1. (καρδιολογία, ιατρική) νέκρωση ιστού εξαιτίας απόφραξης αρτηρίας από θρόμβωση ή εμβολή
  2. (ιατρική, οδοντιατρική) ουσία με την οποία γεμίζεται η τρύπα ενός δοντιού που έχει τερηδόνα
     συνώνυμα: σφράγισμα
  3. οτιδήποτε χρησιμεύει για φράξιμο
     συνώνυμα: βούλωμα, τάπα, φραγμός

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.