θρόμβωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θρόμβωση οι θρομβώσεις
      γενική της θρόμβωσης* των θρομβώσεων
    αιτιατική τη θρόμβωση τις θρομβώσεις
     κλητική θρόμβωση θρομβώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θρομβώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θρόμβωση < αρχαία ελληνική θρόμβος

Ουσιαστικό

θρόμβωση θηλυκό

  1. θρομβογένεση, η διαδικασία με την οποία επέρχεται πυκνότερη συνεκτικότητα υγρού με συνέπεια να δημιουργούνται θρόμβοι
    "θρόμβωση αίματος"
  2. η ύπαρξη θρόμβων, η απόφραξη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.