πνέω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πνέω < αρχαία ελληνική πνέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pnew- (αναπνέω, ασθμαίνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpne.o/
Ρήμα
Εκφράσεις
- (+ γενική αφηρημένου ουσιαστικού) πνέει άνεμος: επικρατεί κάτι
- πνέει άνεμος αισιοδοξίας: επικρατεί ή γεννιέται μια αισιόδοξη διάθεση
- πνέω τα λοίσθια: ψυχορραγώ
- πνέω (τα) μένεα: είμαι εξοργισμένος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πνέω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.