πνέω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πνέω < αρχαία ελληνική πνέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pnew- (αναπνέω, ασθμαίνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpne.o/

Ρήμα

πνέω, πρτ.: έπνεα, στ.μέλλ.: θα πνεύσω, αόρ.: έπνευσα

  1. (για άνεμο) για την κίνηση ενός ρεύματος ατμοσφαιρικού αέρα που γίνεται αισθητή από τον άνθρωπο
     συνώνυμα: φυσώ
    τα μελτέμια πνέουν τον Αύγουστο

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.