πραγματοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πραγματοποίηση | οι | πραγματοποιήσεις |
| γενική | της | πραγματοποίησης* | των | πραγματοποιήσεων |
| αιτιατική | την | πραγματοποίηση | τις | πραγματοποιήσεις |
| κλητική | πραγματοποίηση | πραγματοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πραγματοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πραγματοποίηση < πραγματοποιώ + -ση (-ποίηση
- Η λέξη δημιουργήθηκε από τον Αναστάσιο Πολυζωίδη το 1836 (βλ. Στέφανος Κουμανούδης, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 835, ως (μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) réalisation)
Ουσιαστικό
πραγματοποίηση θηλυκό
- το να κάνω κάτι πραγματικότητα, να το εφαρμόσω στην πράξη
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πραγματοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.