ἔμπνευσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἔμπνευσῐς αἱ ἐμπνεύσεις
      γενική τῆς ἐμπνεύσεως τῶν ἐμπνεύσεων
      δοτική τῇ ἐμπνεύσει ταῖς ἐμπνεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἔμπνευσῐν τὰς ἐμπνεύσεις
     κλητική ! ἔμπνευσῐ ἐμπνεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐμπνεύσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐμπνευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἔμπνευσις < αρχαία ελληνική ἐμπνέω < (ἐν-) ἔμ- + θέμα πνευσ- πνέω + -ις

Ουσιαστικό

ἔμπνευσις θηλυκό

  1. (ελληνιστική κοινή) πνοή
  2. (ελληνιστική κοινή) φύσημα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.