εμπνεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εμπνεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμπνέω
  2. θα εμπνεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμπνέω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εμπνεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έμπνευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.