εμβληματολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εμβληματολογία | οι | εμβληματολογίες |
| γενική | της | εμβληματολογίας | των | εμβληματολογιών |
| αιτιατική | την | εμβληματολογία | τις | εμβληματολογίες |
| κλητική | εμβληματολογία | εμβληματολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εμβληματολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.