επιγραμματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιγραμματικός | η | επιγραμματική | το | επιγραμματικό |
| γενική | του | επιγραμματικού | της | επιγραμματικής | του | επιγραμματικού |
| αιτιατική | τον | επιγραμματικό | την | επιγραμματική | το | επιγραμματικό |
| κλητική | επιγραμματικέ | επιγραμματική | επιγραμματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιγραμματικοί | οι | επιγραμματικές | τα | επιγραμματικά |
| γενική | των | επιγραμματικών | των | επιγραμματικών | των | επιγραμματικών |
| αιτιατική | τους | επιγραμματικούς | τις | επιγραμματικές | τα | επιγραμματικά |
| κλητική | επιγραμματικοί | επιγραμματικές | επιγραμματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιγραμματικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επιγραμματικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
επιγραμματικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.