έκκλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έκκλητος | η | έκκλητη | το | έκκλητο |
| γενική | του | έκκλητου | της | έκκλητης | του | έκκλητου |
| αιτιατική | τον | έκκλητο | την | έκκλητη | το | έκκλητο |
| κλητική | έκκλητε | έκκλητη | έκκλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έκκλητοι | οι | έκκλητες | τα | έκκλητα |
| γενική | των | έκκλητων | των | έκκλητων | των | έκκλητων |
| αιτιατική | τους | έκκλητους | τις | έκκλητες | τα | έκκλητα |
| κλητική | έκκλητοι | έκκλητες | έκκλητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έκκλητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔκκλητος < ἐκκαλέω / ἐκκαλῶ < ἐκ + καλέω / καλῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.kli.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έκ‐κλη‐τος
- ομόηχο: έκλυτος
Επίθετο
έκκλητος, -η, -ο
- (νομικός όρος) (για απόφαση δικαστηρίου) εναντίον της οποίας μπορεί να ασκήσει κάποιος έφεση
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καλώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.