χαλιναγωγώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χαλιναγωγώ < (ελληνιστική κοινή) χαλιναγωγέω < χαλινός + ἄγω
Ρήμα
χαλιναγωγώ, πρτ.: χαλιναγωγούσα, στ.μέλλ.: θα χαλιναγωγήσω, αόρ.: χαλιναγώγησα, παθ.φωνή: χαλιναγωγούμαι, μτχ.π.π.: χαλιναγωγημένος
- (μεταφορικά) τραβάω το «χαλινάρι»· συγκρατώ κάτι, δεν το αφήνω να κινηθεί έξω από ορισμένα όρια, περιορίζω
- είναι ανάγκη να χαλιναγωγήσουμε την πιστωτική επέκταση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χαλιναγωγώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.