χαλιναγωγώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαλιναγωγώ < (ελληνιστική κοινή) χαλιναγωγέω < χαλινός + ἄγω

Ρήμα

χαλιναγωγώ, πρτ.: χαλιναγωγούσα, στ.μέλλ.: θα χαλιναγωγήσω, αόρ.: χαλιναγώγησα, παθ.φωνή: χαλιναγωγούμαι, μτχ.π.π.: χαλιναγωγημένος

  1. (μεταφορικά) τραβάω το «χαλινάρι»· συγκρατώ κάτι, δεν το αφήνω να κινηθεί έξω από ορισμένα όρια, περιορίζω
    είναι ανάγκη να χαλιναγωγήσουμε την πιστωτική επέκταση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.