έγκυος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έγκυος | η | έγκυος & έγκυα |
το | έγκυο |
| γενική | του | έγκυου | της | έγκυου & έγκυας |
του | έγκυου |
| αιτιατική | τον | έγκυο | την | έγκυο & έγκυα |
το | έγκυο |
| κλητική | έγκυε | έγκυε & έγκυα |
έγκυο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έγκυοι | οι | έγκυοι & έγκυες |
τα | έγκυα |
| γενική | των | έγκυων | των | έγκυων | των | έγκυων |
| αιτιατική | τους | έγκυους | τις | έγκυους & έγκυες |
τα | έγκυα |
| κλητική | έγκυοι | έγκυοι & έγκυες |
έγκυα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έγκυος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔγκυος < ἐν + κύω (εγκυμονώ) → δείτε και τη λέξη κῦμα

Έγκυος γυναίκα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɟi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐γκυ‐ος
- παλιότερος συλλαβισμός : έγ‐κυ‐ος
- ομόηχο: έγγειος
Εκφράσεις
- μένω έγκυος (με / απ' τον τάδε): περνάω σε κατάσταση εγκυμοσύνης, αρχίζω να εγκυμονώ (και ο βιολογικός πατέρας είναι ο τάδε)
- (μερικές φορές το «με» ή το «από» υπονοεί την ύπαρξη ή όχι συγκατάβασης)
- αφήνω έγκυο (κάποιαν ή την τάδε): εξαιτίας της δικής μου πράξης μένει έγκυος (κάποια ή η τάδε)
- καθιστώ έγκυο: λόγια ή ειρωνική μορφή του «αφήνω έγκυο»
- ολίγον έγκυος: ειρωνικός υπαινιγμός για κάτι που δεν είναι δυνατόν να υπάρχει όπως παρουσιάζεται
Μεταφράσεις
γυναίκα έγκυος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.