εγκυμονώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εγκυμονώ < (ελληνιστική κοινή) ἐγκυμονέω / ἐγκυμονῶ

Ρήμα

εγκυμονώ

  1. είμαι έγκυος, φέρω στη μήτρα μου ένα έμβρυο
  2. (μεταφορικά) εμπεριέχω, κλείνω μέσα μου κάτι κακό που δεν είναι σαφές σε όλους
    η κατάσταση εγκυμονεί κινδύνους

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.