άψυχα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άψυχα < άψυχος

Επίρρημα

άψυχα

  • με τρόπο που δείχνει να μην υπάρχει σθένος και θέληση και δύναμη, ξεψυχισμένα, άτονα, χλιαρά, τυπικά, χωρίς καμία ζέση

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

άψυχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.