ξεψυχώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεψυχώ < μεσαιωνικό ρήμα ἐξεψυχῶ < από τον αόριστο ἐξέψυχα του ελληνιστικού ἐκψύχω
Ρήμα
ξεψυχώ
- πεθαίνω κυριολεκτικά
- ...και ο πιο μεγάλος γιος, που πάντα περισσότερο τον αγαπούσε, εκόλλησε τα χείλια του έως ότου κείνος ξεψύχησε και τον τράβηξαν με τη βία. (Βέρθερος, Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε)
- πεθαίνω με τη μεταφορική έννοια, φθείρομαι, βρίσκομαι σε φάση παρακμής , σβήνω
- -Θεός σχωρέσ' τονε! Πίνανε κάμποσην ώραν αμίλητοι. Πού και πού ένα τραγουδάκι ανέβαινε ως τα χείλια κανενός και ξεψυχούσε. Δεν ήτανε ημέρα σήμερα για τραγούδια. (Παύλος Νιρβάνας)
- Πούνε τα μπερικέτια τα παληά; Πάει, πέθανε το νησί μας, ξεψύχησε. Βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε...
Συγγενικά
- ξέψυχος και ξεψυχισμένος
- ξέψυχα και ξεψυχισμένα επιρρήματα
- ξεψύχισμα
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεψυχάω - ξεψυχώ | ξεψυχούσα | θα ξεψυχάω - ξεψυχώ | να ξεψυχάω - ξεψυχώ | ξεψυχώντας | |
| β' ενικ. | ξεψυχάς | ξεψυχούσες | θα ξεψυχάς | να ξεψυχάς | ξεψύχα - ξεψύχαγε | |
| γ' ενικ. | ξεψυχάει - ξεψυχά | ξεψυχούσε | θα ξεψυχάει - ξεψυχά | να ξεψυχάει - ξεψυχά | ||
| α' πληθ. | ξεψυχάμε - ξεψυχούμε | ξεψυχούσαμε | θα ξεψυχάμε - ξεψυχούμε | να ξεψυχάμε - ξεψυχούμε | ||
| β' πληθ. | ξεψυχάτε | ξεψυχούσατε | θα ξεψυχάτε | να ξεψυχάτε | ξεψυχάτε | |
| γ' πληθ. | ξεψυχάν(ε) - ξεψυχούν(ε) | ξεψυχούσαν(ε) | θα ξεψυχάν(ε) - ξεψυχούν(ε) | να ξεψυχάν(ε) - ξεψυχούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεψύχησα | θα ξεψυχήσω | να ξεψυχήσω | ξεψυχήσει | ||
| β' ενικ. | ξεψύχησες | θα ξεψυχήσεις | να ξεψυχήσεις | ξεψύχα - ξεψύχησε | ||
| γ' ενικ. | ξεψύχησε | θα ξεψυχήσει | να ξεψυχήσει | |||
| α' πληθ. | ξεψυχήσαμε | θα ξεψυχήσουμε | να ξεψυχήσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεψυχήσατε | θα ξεψυχήσετε | να ξεψυχήσετε | ξεψυχήστε | ||
| γ' πληθ. | ξεψύχησαν ξεψυχήσαν(ε) |
θα ξεψυχήσουν(ε) | να ξεψυχήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεψυχήσει | είχα ξεψυχήσει | θα έχω ξεψυχήσει | να έχω ξεψυχήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεψυχήσει | είχες ξεψυχήσει | θα έχεις ξεψυχήσει | να έχεις ξεψυχήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεψυχήσει | είχε ξεψυχήσει | θα έχει ξεψυχήσει | να έχει ξεψυχήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεψυχήσει | είχαμε ξεψυχήσει | θα έχουμε ξεψυχήσει | να έχουμε ξεψυχήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεψυχήσει | είχατε ξεψυχήσει | θα έχετε ξεψυχήσει | να έχετε ξεψυχήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεψυχήσει | είχαν ξεψυχήσει | θα έχουν ξεψυχήσει | να έχουν ξεψυχήσει |
| |
Σημειώσεις στην κλίση
Ο β΄παρακείμενος, ο β΄ υπερσυντέλικος και β' συντ. μέλλοντας δεν είναι δόκιμοι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.