αφθονώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αφθονώ < άφθονος +

Ρήμα

αφθονώ

  1. είμαι σε αφθονία, σε μεγάλη ποσότητα
     συνώνυμα: πλήθω
     αντώνυμα: ελλείπω
  2. έχω πληθώρα από κάτι
     συνώνυμα: βρίθω, γέμω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.