αφθονότερος

Νέα ελληνικά (el)

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφθονότερος η αφθονότερη το αφθονότερο
      γενική του αφθονότερου της αφθονότερης του αφθονότερου
    αιτιατική τον αφθονότερο την αφθονότερη το αφθονότερο
     κλητική αφθονότερε αφθονότερη αφθονότερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφθονότεροι οι αφθονότερες τα αφθονότερα
      γενική των αφθονότερων των αφθονότερων των αφθονότερων
    αιτιατική τους αφθονότερους τις αφθονότερες τα αφθονότερα
     κλητική αφθονότεροι αφθονότερες αφθονότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ΔΦΑ : /a.fθoˈno.te.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφθονότερος

Επίθετο

αφθονότερος, -η, -ο

  • συγκριτικός βαθμός του άφθονος
      [] καθαυτό λυρικά δημώδη ποιήματα (που είναι λίγα στην εποχή των Κομνηνών κ.ε., αφθονότερα στην εποχή των Παλαιολόγων και στο β΄ μισό του 15ου αι.),
    Κεχαγιόγλου, Γιώργος. Λυρική ποίηση ενσωματωμένη σε έμμετρες αφηγήσεις. Ελληνικά, 63, 2013. pdf, σελ.64
     συνώνυμα: περισσότερος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.