υπεραφθονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπεραφθονία | οι | υπεραφθονίες |
| γενική | της | υπεραφθονίας | των | υπεραφθονιών |
| αιτιατική | την | υπεραφθονία | τις | υπεραφθονίες |
| κλητική | υπεραφθονία | υπεραφθονίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπεραφθονία < υπεράφθονος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική superabundance)
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
υπεραφθονία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.