μπόλικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπόλικος η μπόλικη το μπόλικο
      γενική του μπόλικου της μπόλικης του μπόλικου
    αιτιατική τον μπόλικο την μπόλικη το μπόλικο
     κλητική μπόλικε μπόλικη μπόλικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπόλικοι οι μπόλικες τα μπόλικα
      γενική των μπόλικων των μπόλικων των μπόλικων
    αιτιατική τους μπόλικους τις μπόλικες τα μπόλικα
     κλητική μπόλικοι μπόλικες μπόλικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μπόλικος < (άμεσο δάνειο) τουρκική bol + -ικος

Επίθετο

μπόλικος, -η, -ο

  1. αρκετός, άφθονος
  2. (για ενδύματα) ευρύχωρος, φαρδύς

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.