έντιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έντιμος η έντιμη το έντιμο
      γενική του έντιμου της έντιμης του έντιμου
    αιτιατική τον έντιμο την έντιμη το έντιμο
     κλητική έντιμε έντιμη έντιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έντιμοι οι έντιμες τα έντιμα
      γενική των έντιμων των έντιμων των έντιμων
    αιτιατική τους έντιμους τις έντιμες τα έντιμα
     κλητική έντιμοι έντιμες έντιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έντιμος < αρχαία ελληνική ἔντιμος < ἐν + τιμή ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) honnête/honorable)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈen.di.mos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈen.di.mi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈen.di.mo/ ουδέτερο

Επίθετο

έντιμος, -η, -ο

  1. (για άτομο) που διαθέτει και χαρακτηρίζεται από ευσυνειδησία, ειλικρίνεια, τιμιότητα, ηθικότητα
  2. (για πράξη) που γίνεται με τις παραπάνω αρχές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.