έντιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έντιμος | η | έντιμη | το | έντιμο |
| γενική | του | έντιμου | της | έντιμης | του | έντιμου |
| αιτιατική | τον | έντιμο | την | έντιμη | το | έντιμο |
| κλητική | έντιμε | έντιμη | έντιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έντιμοι | οι | έντιμες | τα | έντιμα |
| γενική | των | έντιμων | των | έντιμων | των | έντιμων |
| αιτιατική | τους | έντιμους | τις | έντιμες | τα | έντιμα |
| κλητική | έντιμοι | έντιμες | έντιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έντιμος < αρχαία ελληνική ἔντιμος < ἐν + τιμή ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) honnête/honorable)
Επίθετο
έντιμος, -η, -ο
- (για άτομο) που διαθέτει και χαρακτηρίζεται από ευσυνειδησία, ειλικρίνεια, τιμιότητα, ηθικότητα
- (για πράξη) που γίνεται με τις παραπάνω αρχές
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.