καταραμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταραμένος η καταραμένη το καταραμένο
      γενική του καταραμένου της καταραμένης του καταραμένου
    αιτιατική τον καταραμένο την καταραμένη το καταραμένο
     κλητική καταραμένε καταραμένη καταραμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταραμένοι οι καταραμένες τα καταραμένα
      γενική των καταραμένων των καταραμένων των καταραμένων
    αιτιατική τους καταραμένους τις καταραμένες τα καταραμένα
     κλητική καταραμένοι καταραμένες καταραμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καταραμένος < μετοχή παρακειμένου του παθητικού ρήματος καταριέμαι

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ta.ɾaˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταραμένος

Μετοχή

καταραμένος -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)

  1. που τον έχουν καταραστεί
    Είναι καταραμένος να αποτυγχάνει στις επιχειρήσεις του.
  2. που του πρέπει κατάρα
     συνώνυμα: αξιοκατάρατος, κατάρατος, επάρατος
  3. (μεταφορικά) ο κακότυχος
  4. πολύ δυσάρεστος και βλαβερός
    Καταραμένη συνήθεια το κάπνισμα!
     συνώνυμα: αναθεματισμένος

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • καταραμένοι ποιητές (γαλλικά: poètes maudits

Παροιμίες

  • στον καταραμένο τόπο, το Μάη μήνα βρέχει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.