ἄτιμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἄτιμος τὸ ἄτιμον οἱ, αἱ ἄτιμοι τὰ ἄτιμα
Γενική τοῦ, τῆς ἀτίμου τοῦ ἀτίμου τῶν ἀτίμων τῶν ἀτίμων
Δοτική τῷ, τῇ ἀτίμῳ τῷ ἀτίμῳ τοῖς, ταῖς ἀτίμοις τοῖς ἀτίμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἄτιμον τὸ ἄτιμον τοὺς, τὰς ἀτίμους τὰ ἄτιμα
Κλητική ἄτιμε ἄτιμον ἄτιμοι ἄτιμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀτίμω
Γενική-Δοτική ἀτίμοιν

Ετυμολογία

ἄτιμος < ἀ- + τιμή

Επίθετο

ἄτιμος, -ος, -ον

  1. χωρίς τιμή, που δεν είναι έντιμος
  2. (στην αρχαία Αθήνα) ο στερημένος τα πολιτικά του δικαιώματα
  3. που δεν έχει αξία, τιμή

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη τιμή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.