μπαγάσας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπαγάσας | οι | μπαγάσες & μπαγάσηδες |
| γενική | του | μπαγάσα | των | — μπαγάσηδων |
| αιτιατική | τον | μπαγάσα | τους | μπαγάσες & μπαγάσηδες |
| κλητική | μπαγάσα | μπαγάσες & μπαγάσηδες | ||
| Κατηγορία όπως «αέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπαγάσας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπαγάσα (πόρνη) < ιταλική bagascia (πουτανίτσα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /baˈɣa.sas/
Ουσιαστικό
μπαγάσας αρσενικό
- (οικείο, σκωπτικό) που πετυχαίνει αυτό που θέλει με πονηρό τρόπο κατεργαράκος, επιτήδειος
- (παρωχημένο, υβριστικό) απατεώνας, παλιάνθρωπος, διεφθαρμένος, αναξιόπιστος
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.