ασχημότερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασχημότερος | η | ασχημότερη | το | ασχημότερο |
| γενική | του | ασχημότερου | της | ασχημότερης | του | ασχημότερου |
| αιτιατική | τον | ασχημότερο | την | ασχημότερη | το | ασχημότερο |
| κλητική | ασχημότερε | ασχημότερη | ασχημότερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασχημότεροι | οι | ασχημότερες | τα | ασχημότερα |
| γενική | των | ασχημότερων | των | ασχημότερων | των | ασχημότερων |
| αιτιατική | τους | ασχημότερους | τις | ασχημότερες | τα | ασχημότερα |
| κλητική | ασχημότεροι | ασχημότερες | ασχημότερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασχημότερος < ασχημ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του άσχημος+
Επίθετο
ασχημότερος, -η, -ο (& πιο άσχημος)
- που είναι πιο άσχημος αισθητικά
- Η Μαρία είναι ασχημότερη της Ελένης (πιο άσχημη)
- υπερθετικός βαθμός με περίφραση
- Ο Κώστας είναι ο ασχημότερος άντρας που έχω δει στη ζωή μου
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.