ασχημότερος

Νέα ελληνικά (el)

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασχημότερος η ασχημότερη το ασχημότερο
      γενική του ασχημότερου της ασχημότερης του ασχημότερου
    αιτιατική τον ασχημότερο την ασχημότερη το ασχημότερο
     κλητική ασχημότερε ασχημότερη ασχημότερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασχημότεροι οι ασχημότερες τα ασχημότερα
      γενική των ασχημότερων των ασχημότερων των ασχημότερων
    αιτιατική τους ασχημότερους τις ασχημότερες τα ασχημότερα
     κλητική ασχημότεροι ασχημότερες ασχημότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασχημότερος < ασχημ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του άσχημος+

Επίθετο

ασχημότερος, -η, -ο (& πιο άσχημος)

  1. που είναι πιο άσχημος αισθητικά
    Η Μαρία είναι ασχημότερη της Ελένης (πιο άσχημη)
  2. υπερθετικός βαθμός με περίφραση
    Ο Κώστας είναι ο ασχημότερος άντρας που έχω δει στη ζωή μου

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.