ασχημαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ασχημαίνω < άσχημος

Ρήμα

ασχημαίνω

  1. κάνω κάποιον ή κάτι δύσμορφο
  2. γίνομαι άσχημος, δύσμορφος
  3. ασχημίζω
    παρά τις επιθυμίες της, μετά την αποτυχημένη της πλαστική εγχείρηση, ασχήμυνε περισσότερο

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.