άσκημος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άσκημος | η | άσκημη | το | άσκημο |
| γενική | του | άσκημου | της | άσκημης | του | άσκημου |
| αιτιατική | τον | άσκημο | την | άσκημη | το | άσκημο |
| κλητική | άσκημε | άσκημη | άσκημο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άσκημοι | οι | άσκημες | τα | άσκημα |
| γενική | των | άσκημων | των | άσκημων | των | άσκημων |
| αιτιατική | τους | άσκημους | τις | άσκημες | τα | άσκημα |
| κλητική | άσκημοι | άσκημες | άσκημα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άσκημος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄσκημος (και τύπος ἄσχημος) < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή ἄσχημος με ανομοίωση της άρθρωσης ([sx] > [sk]) [sç] < [sc] < αρχαία ελληνική ἀσχήμων → και δείτε τη λέξη άσχημος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.sci.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐σκη‐μος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη άσχημος για θέμα ασκημ- & ασχημ- σε παράγωγα και σύνθετα
Αναφορές
- άσκημος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.