ασχημόπαπο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ασχημόπαπο | τα | ασχημόπαπα |
| γενική | του | ασχημόπαπου | των | ασχημόπαπων |
| αιτιατική | το | ασχημόπαπο | τα | ασχημόπαπα |
| κλητική | ασχημόπαπο | ασχημόπαπα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ασχημόπαπο ουδέτερο
- ένα άτομο άσχημο, πολλές φορές όμως συμπαθητικό
- το άτομο που δεν είναι όμορφο ως παιδί, αλλά μεγαλώνοντας θα ομορφύνει
- ↪ «Το ασχημόπαπο» (ο τίτλος του παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν) έγινε ένας όμορφος κύκνος
Μεταφράσεις
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.