ασχημόπαπο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασχημόπαπο τα ασχημόπαπα
      γενική του ασχημόπαπου των ασχημόπαπων
    αιτιατική το ασχημόπαπο τα ασχημόπαπα
     κλητική ασχημόπαπο ασχημόπαπα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασχημόπαπο < ασχημό- + παπ(ί) + -ο

Ουσιαστικό

ασχημόπαπο ουδέτερο

  1. ένα άτομο άσχημο, πολλές φορές όμως συμπαθητικό
  2. το άτομο που δεν είναι όμορφο ως παιδί, αλλά μεγαλώνοντας θα ομορφύνει
    «Το ασχημόπαπο» (ο τίτλος του παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν) έγινε ένας όμορφος κύκνος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.