ασκημάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ασκημάδα | οι | ασκημάδες |
| γενική | της | ασκημάδας | των | ασκημάδων |
| αιτιατική | την | ασκημάδα | τις | ασκημάδες |
| κλητική | ασκημάδα | ασκημάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασκημάδα < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.