πανάσχημος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανάσχημος η πανάσχημη το πανάσχημο
      γενική του πανάσχημου της πανάσχημης του πανάσχημου
    αιτιατική τον πανάσχημο την πανάσχημη το πανάσχημο
     κλητική πανάσχημε πανάσχημη πανάσχημο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανάσχημοι οι πανάσχημες τα πανάσχημα
      γενική των πανάσχημων των πανάσχημων των πανάσχημων
    αιτιατική τους πανάσχημους τις πανάσχημες τα πανάσχημα
     κλητική πανάσχημοι πανάσχημες πανάσχημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανάσχημος <  δείτε τις λέξεις παν- και άσχημος

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈna.sçi.mos/

Επίθετο

πανάσχημος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.