ἄξεστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄξεστος | τὸ | ἄξεστον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀξέστου | τοῦ | ἀξέστου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀξέστῳ | τῷ | ἀξέστῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄξεστον | τὸ | ἄξεστον | ||
| κλητική ὦ! | ἄξεστε | ἄξεστον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄξεστοι | τὰ | ἄξεστᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀξέστων | τῶν | ἀξέστων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀξέστοις | τοῖς | ἀξέστοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀξέστους | τὰ | ἄξεστᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἄξεστοι | ἄξεστᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀξέστω | τὼ | ἀξέστω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀξέστοιν | τοῖν | ἀξέστοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἄξεστος < < ἄ- στερητικό + -ξεστος (< ξέω)
Επίθετο
ἄξεστος, -ος, -ον
- ακατέργαστος, απελέκητος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 19
- οὗ κῶλα κάμψον τοῦδ᾽ ἐπ᾽ ἀξέστου πέτρου·
- Έλα, ωστόσο, και σ᾽ αυτήν την πέτρα την αλάξευτη ακούμπησε, λυγίζοντας τα μέλη σου.
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 19
- (μεταφορικά) τραχύς, αδέξιος, αγενής, άξεστος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ξέω
Πηγές
- ἄξεστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄξεστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.