Σλάβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σλάβος | οι | Σλάβοι |
| γενική | του | Σλάβου | των | Σλάβων |
| αιτιατική | τον | Σλάβο | τους | Σλάβους |
| κλητική | Σλάβε | Σλάβοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σλάβος < μεσαιωνική ελληνική Σκλᾶβος (ή Σκλαβηνός) < πρωτοσλαβική *Slověninъ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κύριο όνομα
Σλάβος αρσενικό (θηλυκό Σλάβα)
- (εθνικό όνομα) (ιστορία) μέλος μιας από τις ομώνυμες φυλές που κατοικούσαν στην Ανατολική Ευρώπη και πέρασαν τα σύνορα του Βυζαντίου για πρώτη φορά κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα
- μέλος της ομώνυμης ομοεθνίας που σήμερα αντιπροσωπεύεται σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων (Ρωσία, Πολωνία, Τσεχία, Βουλγαρία, πρώην Γιουγκοσλαβία κ.ά)
-
Σλάβοι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.