Σλάβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σλάβος οι Σλάβοι
      γενική του Σλάβου των Σλάβων
    αιτιατική τον Σλάβο τους Σλάβους
     κλητική Σλάβε Σλάβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σλάβος < μεσαιωνική ελληνική ΣκλᾶβοςΣκλαβηνός) < πρωτοσλαβική *Slověninъ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Κύριο όνομα

Σλάβος αρσενικό (θηλυκό Σλάβα)

  1. (εθνικό όνομα) (ιστορία) μέλος μιας από τις ομώνυμες φυλές που κατοικούσαν στην Ανατολική Ευρώπη και πέρασαν τα σύνορα του Βυζαντίου για πρώτη φορά κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα
  2. μέλος της ομώνυμης ομοεθνίας που σήμερα αντιπροσωπεύεται σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων (Ρωσία, Πολωνία, Τσεχία, Βουλγαρία, πρώην Γιουγκοσλαβία κ.ά)

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.