Αβαροσλάβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αβαροσλάβος | οι | Αβαροσλάβοι |
| γενική | του | Αβαροσλάβου | των | Αβαροσλάβων |
| αιτιατική | τον | Αβαροσλάβο | τους | Αβαροσλάβους |
| κλητική | Αβαροσλάβε | Αβαροσλάβοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Αβαροσλάβος αρσενικό
Συγγενικά
- αβαροσλαβικός
- → δείτε τις λέξεις Άβαρος και Σλάβος
Μεταφράσεις
Αβαροσλάβος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.