ομοεθνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομοεθνία | οι | ομοεθνίες |
| γενική | της | ομοεθνίας | των | ομοεθνιών |
| αιτιατική | την | ομοεθνία | τις | ομοεθνίες |
| κλητική | ομοεθνία | ομοεθνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ομοεθνία < αρχαία ελληνική ὁμοεθνία
Πολυλεκτικοί όροι
- γλωσσική ομοεθνία: (γλωσσολογία) ένα σύνολο από γλώσσες συγγενικές μεταξύ τους
Μεταφράσεις
ομοεθνία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.