σλαβισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σλαβισμός οι σλαβισμοί
      γενική του σλαβισμού των σλαβισμών
    αιτιατική τον σλαβισμό τους σλαβισμούς
     κλητική σλαβισμέ σλαβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σλαβισμός < Σλάβος + -ισμός

Ουσιαστικό

σλαβισμός αρσενικό

  1. (γλωσσολογία) ιδιωτισμός της σλαβικής γλώσσας
  2. οι Σλάβοι ως σύνολο
  3. κίνηση ανάδειξης της σλαβικής πολιτισμικής ή ιστορικής κληρονομιάς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.