σλάβικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σλάβικος η σλάβικη το σλάβικο
      γενική του σλάβικου της σλάβικης του σλάβικου
    αιτιατική τον σλάβικο τη σλάβικη το σλάβικο
     κλητική σλάβικε σλάβικη σλάβικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σλάβικοι οι σλάβικες τα σλάβικα
      γενική των σλάβικων των σλάβικων των σλάβικων
    αιτιατική τους σλάβικους τις σλάβικες τα σλάβικα
     κλητική σλάβικοι σλάβικες σλάβικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σλάβικος < Σλάβος + -ικος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsla.vi.kos/

Επίθετο

σλάβικος -η -η

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.