σκλαβηνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκλαβηνία | οι | σκλαβηνίες |
| γενική | της | σκλαβηνίας | των | σκλαβηνιών |
| αιτιατική | τη | σκλαβηνία | τις | σκλαβηνίες |
| κλητική | σκλαβηνία | σκλαβηνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκλαβηνία < μεσαιωνική ελληνική σκλαβηνία < Σκλαβηνός < πρωτοσλαβική *Slověninъ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
- ΔΦΑ : /skla.viˈni.a/
Ουσιαστικό
σκλαβηνία θηλυκό
- (ιστορία) νησίδα σλαβικού πληθυσμού με τη μορφή αυτόνομης κοινότητας στην περιοχή του Δούναβη αρχικά και στη Βαλκανική Χερσόνησο στη συνέχεια, απ’ τον 6ο αιώνα μ.Χ. κ.ε.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Σλάβος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.