Γιουγκοσλάβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γιουγκοσλάβος | οι | Γιουγκοσλάβοι |
| γενική | του | Γιουγκοσλάβου | των | Γιουγκοσλάβων |
| αιτιατική | τον | Γιουγκοσλάβο | τους | Γιουγκοσλάβους |
| κλητική | Γιουγκοσλάβε | Γιουγκοσλάβοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γιουγκοσλάβος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Γιουγκοσλάβος αρσενικό (θηλυκό Γιουγκοσλάβα)
- (εθνικό όνομα, ιστορία) αυτός που καταγόταν από τη Γιουγκοσλαβία ή είχε γιουγκολσαβική υπηκοότητα έως τη διάλυσή της το 1992
Συγγενικά
- Γιουγκοσλάβα
- Γιουγκοσλαβία
- → και δείτε τη λέξη Σλάβος
Μεταφράσεις
Γιουγκοσλάβος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.