σλαβολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σλαβολόγος οι σλαβολόγοι
      γενική του/της σλαβολόγου των σλαβολόγων
    αιτιατική τον/τη σλαβολόγο τους/τις σλαβολόγους
     κλητική σλαβολόγε σλαβολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σλαβολόγος < Σλάβ(ος) + -ο- + -λόγος

Ουσιαστικό

σλαβολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται με την ιστορία, την γλώσσα και τις παραδόσεις των Σλάβων
      Για να υποστηριχθεί η δική του άποψή χρησιμοποιήθηκαν αναφορές σε κείμενα των πιο καταξιωμένων σλαβολόγων της εποχής.
    Abecedar: Ένα άγνωστο αναγνωστικό του... ελληνικού κράτους, πριν 93 χρόνια @left.gr, πρόσβαση:2022.01.30

Συγγενικά

  • σλαβολογία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.