σκλάβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σκλάβος | οι | σκλάβοι |
| γενική | του | σκλάβου | των | σκλάβων |
| αιτιατική | τον | σκλάβο | τους | σκλάβους |
| κλητική | σκλάβε | σκλάβοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκλάβος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκλᾶβος < Σκλᾶβος < πρωτοσλαβική *Slověninъ (το εθνικό όνομα απέκτησε τη σημασία του δούλου, επειδή ίσως πολλά άτομα σλαβικής καταγωγής πωλούνταν ως δούλοι)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈskla.vos/
Ουσιαστικό
σκλάβος αρσενικό
- άτομο που έχει αιχμαλωτισθεί και χρησιμοποιείται για χειρωνακτικές, κυρίως, εργασίες
- ο υπόδουλος, αυτός που ζει υπό ξένη κυριαρχία
- για τέσσερις αιώνες ημασταν σκλάβοι των Τούρκων
- (μεταφορικά) ο εξαρτημένος από κάποιο πάθος ή κατάσταση
Συγγενικά
- αξεσκλάβωτος
- ασκλάβωτος
- κατασκλαβώνω
- ξεσκλαβώνω
- σκλάβα
- σκλαβάκι
- σκλαβάκια
- σκλαβιά
- σκλαβοπάζαρο
- σκλαβοπούλα
- σκλαβόπουλο
- σκλάβωμα
- σκλαβώνομαι
- σκλαβώνω
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.