Σκλαβηνός

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

Σκλαβηνός < πρωτοσλαβική *Slověninъ  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

Σκλαβηνός αρσενικό

  • Σλάβος
      ὁ ποταμὸς διαβατὸς ἔσται, ἐπεὶ αὐτοῦ τὴν διάβασιν πολλάκις ἤδη Οὖννοί τε καὶ Ἄνται καὶ Σκλαβηνοὶ πεποιημένοι ἀνήκεστα Ῥωμαίους ἔργα εἰργάσαντο. (Προκόπιος (6ος αι.), Υπέρ των πολέμων λόγοι, Ζ΄ 14.2.6)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.