Σκλάβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σκλάβος | οι | Σκλάβοι |
| γενική | του | Σκλάβου | των | Σκλάβων |
| αιτιατική | τον | Σκλάβο | τους | Σκλάβους |
| κλητική | Σκλάβε | Σκλάβοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σκλάβος < σκλάβος
Κύριο όνομα
Σκλάβος αρσενικό (θηλυκό Σκλάβου)
- ανδρικό επώνυμο
- ※ Ο Κώστας Σκλάβος, μέλος της ιστορικής ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος στα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του (δεκαετία '20), γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1901 (από εργοβιογραφικό σημείωμα στη βιβλιοnet· πρόσβαση: 2020-03-04)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- Σκλάβος < παλαιά σλαβική *Slověninŭ < πρωτοσλαβική *Slověninъ[1]
Ουσιαστικό
Σκλάβος αρσενικό
- (εθνικό όνομα) Σλάβος
- ※ κατέσφαξαν πάντας τοὺς ἐν τοῖς μονοξύλοις εὑρεθέντας Σκλάβους. (Πασχάλιο χρονικό (7ος αιώνας), 724.10 @books.google)
Αναφορές
- slav - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.