Σλάβα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σλάβα | οι | Σλάβες |
| γενική | της | Σλάβας | των | Σλάβων |
| αιτιατική | τη | Σλάβα | τις | Σλάβες |
| κλητική | Σλάβα | Σλάβες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Σύνθετα
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σλάβος
Κύριο όνομα
Σλάβα αρσενικό, άκλιτο
- (χαϊδευτικό) ανδρικό όνομα, υποκοριστικό ρώσικων ονομάτων, όπως τα: Βλαντισλάβ, Βιατσεσλάβ, Γιαροσλάβ, Μστισλάβ, Σβιατοσλάβ, Στανισλάβ κ.ο.κ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.