Σλάβα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σλάβα οι Σλάβες
      γενική της Σλάβας των Σλάβων
    αιτιατική τη Σλάβα τις Σλάβες
     κλητική Σλάβα Σλάβες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σλάβα < Σλάβ(ος) +

Κύριο όνομα

Σλάβα θηλυκό

Σύνθετα

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σλάβος

Ετυμολογία 2

Σλάβα < (μεταγραφή) ρωσική слава (δόξα) ως δεύτερο συνθετικό ονομάτων

Κύριο όνομα

Σλάβα αρσενικό, άκλιτο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.