Πάτρα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpa.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πάτρα

Ετυμολογία 1

Πάτρα < αρχαία ελληνική αἱ Πάτραι < Πατρέας. Κατά τη μυθολογία από το όνομα του Πατρέα, οικιστή της πόλης. Επειδή συνένωσε τους προηγούμενους οικισμούς της Αρόης, της Άνθειας και της Μεσσάτιδος τους έδωσε το όνομα Πάτραι (πληθυντικός αριθμός)

Κύριο όνομα

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πάτρα
      γενική της Πάτρας των Πατρών
    αιτιατική την Πάτρα
     κλητική Πάτρα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Πάτρα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Πάτρα < Κλεοπάτρα Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πάτρα οι Πάτρες
      γενική της Πάτρας
    αιτιατική την Πάτρα τις Πάτρες
     κλητική Πάτρα Πάτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κλίση γυναικείου ονόματος.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Πάτρα θηλυκό

Συγγενικά

Ετυμολογία 3

Πάτρα < γενική ενικού του αρσενικού Πάτρας

Κύριο όνομα

Πάτρα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Πάτρα αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.