Πατρινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πατρινός | οι | Πατρινοί |
| γενική | του | Πατρινού | των | Πατρινών |
| αιτιατική | τον | Πατρινό | τους | Πατρινούς |
| κλητική | Πατρινέ | Πατρινοί | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.tɾiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐τρι‐νός
Κύριο όνομα
Πατρινός αρσενικό
Μεταφράσεις
από την Πάτρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.